Δίποινος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διποίνου — Δίποινος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διποίνῳ — Δίποινος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίποινον — Δίποινος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Ανώγων ή Άναξις — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Κάστορα και της κόρης του Λευκίππου Ιλάειρας. Με το δεύτεροόνομά του τον τιμούσαν στο Άργος όπου, σύμφωνα με την παράδοση, οδήγησαν οι Διόσκουροι τη μητέρα του, ιέρεια της Αρτέμιδος, και την αδελφή της Φοίβη, ιέρεια… … Dictionary of Greek
Αργεία σχολή — Μια από τις τρεις κύριες σχολές της ανδριαντοποιίας, που πρώτοι γνωστοί καλλιτέχνες της είναι οι Κρήτες Δίποινος και Σκύλλις, που έζησαν πριν από το 540 π.Χ. και κατασκεύασαν τα αγάλματα των Διοσκούρων στο Άργος και ένα άγαλμα του Ηρακλή στην… … Dictionary of Greek
Κλεωνές — Αρχαία πόλη της Πελοποννήσου, στον δρόμο από την Κόρινθο προς το Άργος, 3 χλμ. ΝΑ του σημερινού οικισμού Αρχαίες Κ. Κατά την παράδοση πήρε την ονομασία της από την κόρη του ποταμού Ασωπού, Κλεώνη. Η πόλη αναφέρεται ήδη στα ομηρικά έπη, στη δύναμη … Dictionary of Greek
Σικυών — I Αρχαία πόλη της βορειοανατολικής Πελοποννήσου, κοντά στο σημερινό Κιάτο (του οποίου ο δήμος ονομάζεται δήμος Σικυώνας· υπάρχει επίσης και σημερινό χωριό με το όνομα Σικυών) στην περιοχή της Σικυωνίας. Η αρχαία Σικυωνία στη βόρεια πλευρά της… … Dictionary of Greek